ΕΤΣΙ ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΑΤΑ
"Ξεκουμπώνει ως κάτου το βρακί του, τη χουφτώνει, τη βγάζει, τεντωμένη και σπαρταριστή. Το ίδιο κάνει κι ο άλλος, μη φανεί δειλός, έτσι συντροφικάτα. Τις κοιτάζουν, καθένας τη δική του. Ύστερα ο ένας του αλλουνού. – Μεγάλη που την έχεις. – Αμ’ η δικιά σου’ κι είναι και πιο χοντρή’ χωρίς καθόλου χαλινό’ να’ όπως κι η δικιά μου’ τις παίζουμε; εσύ τη δικιά μου κι εγώ τη δικιά σου’ θα ‘ναι πιο μερακλίδικα. – όχι’ δε μου ‘ρχεται’ είναι αμαρτία. – Τι αμαρτία; δεν την παίζεις ποτέ σου; - Ναι, αλλά μονάχος, στα κρυφά. – Σαχλαμάρες. τι μονάχος, τι μ’ έναν άλλο; Κι εμείς είμαστε φίλοι. δεν θα το πούμε πουθενά. απλώνει πρώτοις το χέρι του, του τη χουφτώνει, ξεθαρρεύεται κι ο άλλος. Του την πιάνει κι αυτός. Δε μιλάνε. Δεν κοιτιούνται. Κοιτάει ο ένας του αλλουνού. Λαχανιάζουν. Θέλουν να φωνάξουν, δεν ξέρουν τι’ κάτι δυνατά, πολύ δυνατά’ να βουίξει το πάρκο, να μαζευτεί κόσμος, κι αυτοί ν’ αναληφθούν απλησίαστοι, ασύλληπτοι, οι δυο τους μόνοι, μόνοι, μόνοι, ολόκληροι, αθάνατοι, ως τη μέγιστη στιγμή της έκρηξης, και πια δεν ξέρεις τι θα επακολουθήσει κι ούτε έχει σημασία, γιατί αυτή η στιγμή είναι όλος ο χρόνος, έξω απ’ το χρόνο, και το μόνο που θέλουν είναι να φωνάξουν όλη τη συγκεντρωμένη σιωπή και ν’ ακουστούν πέρα, παντού, ούουου, ούουου, λόγια συναγμένα απ’ τους δρόμους, απ’ τις ταβέρνες, απ’ τα μπορντέλα, τα πιο αισχρά, τα πιο άγια, ποτές δεν τα’ αρθρώσανε, κι είναι πετρωμένα μέσα τους, βράχια, ε, ωρέ ντουνιά, στην κορυφή του καυλιού μου σε σηκώνω, χύνω μέσα σου, νόημα σου δίνω, κόκκινο’ μα κείνη ακριβώς τη στιγμή μια βαμμένη γυναίκα περνάει’ σκεπάζει ο καθένας με την παλάμη του το δικό του πέος’ ντροπαλοσύνη’ τους πέφτει’ μαλακώνει’ – ε, κοπελιά δεν έρχεσαι κατά δω; - δεν πηδιόσατε μόνοι σας, θα βολευτείτε καλύτερα. Και φεύγει. Και ξαφνικά βραδιάζει."
"Ξεκουμπώνει ως κάτου το βρακί του, τη χουφτώνει, τη βγάζει, τεντωμένη και σπαρταριστή. Το ίδιο κάνει κι ο άλλος, μη φανεί δειλός, έτσι συντροφικάτα. Τις κοιτάζουν, καθένας τη δική του. Ύστερα ο ένας του αλλουνού. – Μεγάλη που την έχεις. – Αμ’ η δικιά σου’ κι είναι και πιο χοντρή’ χωρίς καθόλου χαλινό’ να’ όπως κι η δικιά μου’ τις παίζουμε; εσύ τη δικιά μου κι εγώ τη δικιά σου’ θα ‘ναι πιο μερακλίδικα. – όχι’ δε μου ‘ρχεται’ είναι αμαρτία. – Τι αμαρτία; δεν την παίζεις ποτέ σου; - Ναι, αλλά μονάχος, στα κρυφά. – Σαχλαμάρες. τι μονάχος, τι μ’ έναν άλλο; Κι εμείς είμαστε φίλοι. δεν θα το πούμε πουθενά. απλώνει πρώτοις το χέρι του, του τη χουφτώνει, ξεθαρρεύεται κι ο άλλος. Του την πιάνει κι αυτός. Δε μιλάνε. Δεν κοιτιούνται. Κοιτάει ο ένας του αλλουνού. Λαχανιάζουν. Θέλουν να φωνάξουν, δεν ξέρουν τι’ κάτι δυνατά, πολύ δυνατά’ να βουίξει το πάρκο, να μαζευτεί κόσμος, κι αυτοί ν’ αναληφθούν απλησίαστοι, ασύλληπτοι, οι δυο τους μόνοι, μόνοι, μόνοι, ολόκληροι, αθάνατοι, ως τη μέγιστη στιγμή της έκρηξης, και πια δεν ξέρεις τι θα επακολουθήσει κι ούτε έχει σημασία, γιατί αυτή η στιγμή είναι όλος ο χρόνος, έξω απ’ το χρόνο, και το μόνο που θέλουν είναι να φωνάξουν όλη τη συγκεντρωμένη σιωπή και ν’ ακουστούν πέρα, παντού, ούουου, ούουου, λόγια συναγμένα απ’ τους δρόμους, απ’ τις ταβέρνες, απ’ τα μπορντέλα, τα πιο αισχρά, τα πιο άγια, ποτές δεν τα’ αρθρώσανε, κι είναι πετρωμένα μέσα τους, βράχια, ε, ωρέ ντουνιά, στην κορυφή του καυλιού μου σε σηκώνω, χύνω μέσα σου, νόημα σου δίνω, κόκκινο’ μα κείνη ακριβώς τη στιγμή μια βαμμένη γυναίκα περνάει’ σκεπάζει ο καθένας με την παλάμη του το δικό του πέος’ ντροπαλοσύνη’ τους πέφτει’ μαλακώνει’ – ε, κοπελιά δεν έρχεσαι κατά δω; - δεν πηδιόσατε μόνοι σας, θα βολευτείτε καλύτερα. Και φεύγει. Και ξαφνικά βραδιάζει."
Το ΚΚΕ ποτέ δεν αποδέχτηκε τη σεξουαλική διαφοροποίηση του Ρίτσου από τη γραμμή που επέβαλε το κόμμα. |
Ίσως να 'ναι κι έτσι
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Πέθανε σαν σήμερα (1 Μαΐου 1909 - 11 Νοεμβρίου 1990).
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Πέθανε σαν σήμερα (1 Μαΐου 1909 - 11 Νοεμβρίου 1990).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου, νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος...