Το δικό μου το παιδί είναι το πιο όμορφο!


αγόρι είναι αυτό καλέ;
             Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός, σκληρός άνθρωπος αλλά και πολύ τίμιος, έτσι έχουνε να λένε οι γύρω του όσο μακρυά κι αν βρίσκονται τώρα,  ποτέ δεν προσπάθησε να με νουθετήσει. Έλειπε στα ταξίδια του και ποτέ δεν έζησε χούντα, ούτε και φτώχεια, εκτός από τα πρώτα χρόνια της κατοχής. Όταν ξέσπασε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, ο παππούς μου πήρε τα παιδιά του και ταξίδεψαν, με μια ξύλινη βάρκα, ως τις όχθες του Ισραήλ. Έζησαν για λίγο διάστημα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, που συντηρούσαν οι συμμαχικές δυνάμεις, κάπου στη Παλαιστίνη. Με μια κουταλιά λάδι και ένα ξερό σύκο, έβγαζαν τη μέρα κι έτσι κατάφεραν να επιβιώσουν. Στο νησί, οι ναζί κατακτητές δεν άφηναν κανέναν Έλληνα κάτοικο να ψαρεύει, με αυτή την κατάσταση, ο πατέρας μου έβλεπε τους μισούς συγχωριανούς του, καθημερινά, να πέφτουν κάτω σαν τα κοτόπουλα από την πείνα. Έπρεπε να ξετριχιάζει το πατάκι της εξώπορτας και να το βράσει για ώρες, να μαλακώσει και να το φάει σε κομματάκια, όπως έκαναν οι γείτονες ή να παρακαλέσει για μπομπότα τους στρατιώτες κατακτητές.
              Όταν ερχόταν σπίτι ο μπαμπάς μου, έφερνε μαζί και ριζοσπάστη, εγώ νευρίαζα γιατί δεν τους γούσταρα τους κουκουέδες, έπαιρνα την εφημερίδα και την πέταγα. Ύστερα μου έλεγε πως θέλει να γυρίσει ο Βασιλιάς. Εγώ και πάλι νευρίαζα και αναρωτιόμουνα με ποιό σκεπτικό να πληρώνω τους γιούς του κάθε Κωνσταντίνου. Αργότερα μου έλεγε να με γράψει στη ΔΑΠ, για να αποκτήσω προνόμια, εγώ επίσης τσαντιζόμουν πολύ. Στα χρόνια του ΤάπερΜαν η θεία μου έπεισε τον μπαμπά να ψηφίσει πασοκ για να μπούμε στο ευρώ...Ένας ενστικτώδης φόβος μου απαγόρευε να του επιτρέπω να μου κάνει τέτοιες πλάκες. Είχα πρότυπο τον παππού μου, που όποτε με ΄δερνε ο πατέρας μου ερχότανε και με έσωζε. Ήταν δραστήριος, ο πρώτος επιχειρηματίας στη περιοχή, ανήκε στους φιλελεύθερους του Βενιζέλου, είχε ανοίξει το πρώτο παντοπωλείο στο χωριό, όσοι δεν είχανε να φάνε, ακόμα το θυμούνται, πως έβρισκαν πεσκέσια και δέματα έξω από την πόρτα τους, χωρίς σημειώματα. Χωρίς να περιμένει ανταλλάγματα κι ευχαριστίες, ήταν πολύ περήφανος και συνάμα ευαίσθητος. Είχε ανακαλύψει που βρίσκονται τα μεγαλύτερα αποθέματα ψαριών, γύρω από το νησιωτικό μας πέλαγος. Είχε σχεδιάσει κι ένα χάρτη που αργότερα τον έκλεψε ένας ξάδερφος του, χωρίς να πεί ποτέ του ευχαριστώ, για όσα λεφτά απέκτησε μετά η οικογένεια του. Εμπορευόταν και κάρβουνα, ένας πελάτης μια μέρα πήγε να αγοράσει κάρβουνα, άρχισε να τα διαλέγει, ο παππούς τον προειδοποίησε να σταματήσει να το κάνει, μετά από λίγο τον πέταξε στη θάλασσα. Αργότερα τον "εξέλεξαν" οι Χουντικοί, πρόεδρο της κοινότητας, χωρίς να το γνωρίζει, απλώς ήρθε η απόφαση. Λύσσαξαν τότε οι κουκουέδες, που τον ζήλευαν έτσι κι αλλιώς. Ήταν ο μόνος στη κοινότητα που δεν είχε καταγραφεί ως κομμουνιστής και γιατί να το κάνει άλλωστε, αφού οι άντρες συγχωριανοί του μόνο στα λόγια ήταν τέτοιοι. Ένα πρωί οι στρατιωτικοί αντίκρισαν ένα σύνθημα στο τοίχο της πλατείας, "κάτω η χούντα", διέταξαν τον παππού μου να ανακαλύψει ποιος είναι ο τέντυ μπόης και να τον παραπέμψει στο πειθαρχικό, για τρεις μέρες, το χωριό δεν είχε ρεύμα. Ούτε και ο παππούς μου φυσικά. Διαπίστωσαν έπειτα πως ήτανε πολύ δημοκρατικός και πολύ μάγκας για να τον κάνουν ό,τι θέλουν και τοποθέτησαν και πάλι κάποιον άλλο στη θέση του, που τον έφεραν όμως από αλλού. Στο νησί και να ήθελες δεν μπορούσες να γίνεις προδότης. Ο παππούς ήταν άνθρωπος που ήξερε γράμματα, άνοιγα τα τετράδια του και μαγευόμουν από την καλλιγραφία του. Αγαπούσε τη πατρίδα, ήταν υπεράνω των συναισθηματικών αδυναμιών του και των πολιτικών διαφορών με τους συγχωριανούς του. 

            Ο πατέρας μου λοιπόν, ποτέ δεν έπαιρνε το μέρος μου και πάντα με έκανε ρεζίλι στους γύρω μας, για να βάζω μυαλό, τους έλεγε μπροστά μου πως είμαι κακός μαθητής και μόνο μπετατζής μπορώ να γίνω όταν μεγαλώσω, γιατί έτσι είχε διδαχθεί κι από τον δικό του πατέρα. Έλεγε όμως πως θα πρέπει να μάθω να είμαι δίκαιος. Μου έλεγε πως πρέπει να μάθω να είμαι αντικειμενικός, παραδείγματος χάριν οτι αν δεν υπήρχαν οι κομμουνιστές, δεν θα υπήρχε εργατικό κίνημα και θα εργαζόμασταν σαν σκλάβοι τώρα και δεν θα είχαμε οκτάωρο, ούτε και πολλά άλλα ανθρώπινα δικαιώματα. Πως η αριστερά κρατάει τα μπόσικα και πρέπει να υπάρχει για να ελέγχει όλους αυτούς... Όταν μεγαλώνοντας αποφάσισα πως θα ψηφίσω αριστερά και να κατέβω στις διαδηλώσεις, σταδιακά ξεκίνησε να μου πηγαίνει κόντρα. Με έβριζε πως δεν ντρέπομαι να κάνω παρέα με κωλόπαιδα που παραλύουν το κέντρο και τα σπάνε. Όταν το θέμα μας ερχότανε στους μετανάστες, έλεγε πως όταν ταξίδευε στην Τζέντα, οι βρωμομουσουλμάνοι δεν τον άφηναν να γιορτάσει τα Χριστούγεννα, γιατί λοιπόν να τους επιτρέψει να κάνουν το ίδιοι εκείνοι εδώ; Ο παππούς μου του απαντούσε, πως αυτοί που έφτασαν εδώ, πρέπει να αποκτήσουν παιδεία και πως σίγουρα θα έφυγαν από εκεί για να βρούνε μια γη πιο δημοκρατική και όχι για να επιβάλουν την ίδια κατάσταση, αφού προφανώς από αυτήν την φυλακή έτρεχαν να γλιτώσουν. Ο Πατέρας μου πάντα με έβριζε, αλλά στους φίλους του, έλεγε πως με θεωρούσε τίμιο και χαίρεται που δεν είμαι γραμμένος σε κάποια νεολαία των δύο μεγάλων κομμάτων, για να ζητιανεύω προνόμια και να ξεπουλώ την προσωπικότητα μου.

              Όταν μου έλεγαν ιστορίες για τον πατέρα μου, μετά το θάνατο του, ανακάλυψα τον λόγο που είχε τόσους φίλους. Ήταν τίμιος. Μια από τις ιστορίες που μου διηγήθηκαν για αυτόν με κάνει πολύ περήφανο. Σε ένα από τα ταξίδια τους, με πλοία φορτηγά που κουβαλούσαν πετρέλαιο και η ευθύνη σε αυτά ήταν ακόμα μεγαλύτερη, ο πλοίαρχος αποφάσισε να αλλάξει τις ώρες των υπηρεσιών για το πλήρωμα και να πάρει μεγαλύτερο ρεπό, ο πατέρας μου απαίτησε από τον καπετάνιο, ή να αλλάξει το πρόγραμμα προς όφελος όλου του πληρώματος, ώστε οι ώρες ξεκούρασης να είναι ίσες, ή να το αφήσει ως έχει. Ο πλοίαρχος τον ρώτησε, αν θεωρεί πως το υπόλοιπο πλήρωμα εργάζεται τόσο ώστε να επιμένει πως πρέπει να απολαμβάνει ίσα δικαιώματα και ο πατέρας μου του απάντησε πως επιβλέπει προσωπικά και εγκρίνει τις αποδόσεις του πληρώματος και πως δεν πρόκειται να επιτρέψει τέτοια αδικία.

            Εγώ λοιπόν έχω, εκτός από τα πρότυπα του έξω κόσμου, να ακολουθώ και πρότυπα στο ίδιο μου το σπίτι. Στεναχωριέμαι για το παιδάκι της φωτογραφίας, γιατί το μόνο πράγμα που με ανάγκασε ο δικός μου πατέρας να κάνω, ήταν να φοράω τις παραδοσιακές στολές και να πηγαίνω στις παρελάσεις των εθνικών επετείων. Αλλά και να προσπαθώ να κατανοώ πάντοτε και τις δύο όψεις ενός νομίσματος.
            Η αλήθεια είναι πιο εξόφθαλμη από ποτέ, είμαι πολύ ικανότερος, να μεγαλώσω ένα παιδί και πολύ πιο ώριμος να το κάνω και μόνος μου, αφού από ό,τι φαίνεται, ο Χρυσαυγίτης πατέρας ή δεν υπολογίζει, ως είθισται τη γνώμη της γυναίκας του, ή απλά και η γυναίκα του το ίδιο τραγική φιγούρα μάνας αποτελεί. Γιατί απλά δεν θα μάθω το παιδί μου να μισεί αλλά να αποδέχεται και να αντιλαμβάνεται με τα πλαίσια της λογικής και της κατανόησης τον κόσμο γύρω του.
          Στο κάτω κάτω, λένε οτι αμα δεν είναι έτοιμη η κοινωνία, πως θα αποδεχτεί οικογένειες με δύο πατεράδες και δύο μανάδες αντίστοιχα; Δηλαδή η κοινωνία είναι έτοιμη να δέχεται στους κόλπους της οικογένειες νεοναζιστών; Αρκετά δεν υποφέραμε από δαύτους; Λοιπόν δεν νομίζω οτι θα ζητήσω ξανά την άδεια της όποιας κοινωνίας, αλλά δεν θα είμαι αυτός που θα απορρίψει και την όποια γνώμη της. Ξέρω απλά πως είμαι πολύ καλύτερος για να κάνω παρέα με άτομα που δεν με αποδέχονται και δεν πρόκεται να κρυφτώ για οτιδήποτε κάνω, απλά και μόνο για να αρέσω και γιατί με συμφέρει.
          Η κοινωνία μας διαμορφώνεται μαζί με εμάς, εν πάση περιπτώσει το συμφέρον το δικό μου μπορεί να είναι υποκειμενικό αλλά τουλάχιστον δεν θα επιτρέψω στο παιδί μου να μεγαλώνει μέσα σε τέτοια χρυσαυγίτικη μιζέρια και τέτοιο μίσος και πλάνη.
Ε.Τ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου, νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος...