Η ζωή των ομοφυλόφιλων στη Χούντα

Στη δικτατορία τον χουντικό τον αποκαλούσαν «μπισκοτότεκνο» στα καλλιαρντά (μπισκότα Παπαδοπούλου – Γεώργιος Παπαδόπουλος + τεκνό).

Σε μια συνέντευξη του ο Ντίνος Χριστιανόπουλος δήλωσε πως "Η χούντα θέλησε κάποτε να πατάξει την ομοφυλοφιλία, αλλά σε λίγο το βούλωσε εντελώς γιατί διεπίστωσε ότι πολλά στελέχη της ήταν ομοφυλόφιλοι!" Ο ποιητής δέχτηκε πρόσκληση από την κυβέρνηση της Χούντας να αποδεχτεί τιμητικό βραβείο αλλά αρνήθηκε πεισματικά παρά τις συνέπειες που μπορούσαν να ακολουθήσουν. Όλοι ξέραν πως ήταν ομορυφλόφιλος και όχι αριστερός, αλλά αυτό δεν τον σταμάτησε και τα επόμενα χρόνια να αρνείται βραβεία από υποτίθεται δημοκρατικές κυβερνήσεις.

Στην ταινία Ζ του Κώστα Γαβρά για τη ζωή του Γρηγόρη Λαμπράκη χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ένας αρχιτραμπούκος από τους υποκινητές του προπηλακισμού του Λαμπράκη από τον ακροδεξιό όχλο το βράδυ της δολοφονίας τον Μάη του 1963. Ο συγκεκριμένος παρουσιάζεται ως ομοφυλόφιλος που κυνηγάει νεαρά αγόρια.
Επιπλέον μεταξύ των βασανιστηρίων που υπέστησαν οι εξόριστοι αντιφρονούντες από τους κονδυλοφόρους του καθεστώτος, ήταν και τα σεξουαλικά βασανιστήρια. Στους καλούς Ορθόδοξους και Εθνικιστές δεν έφταναν τα απλά βασανιστήρια αλλά έφταναν σε σημείο να καίνε καρφίτσες και να τρυπάνε με αυτές τη βάλανο του πέους του αιχμαλώτου που ήταν συνήθως αριστερός κομμουνιστής ή άτυχος που κατηγορήθηκε ψευδώς από κάποιο Ελληνάρα γείτονά του που τον ζήλευε.

Αν ήσουν ο Λάκης ο κομμωτής της γειτονιάς όμως κατέληγες να θεωρείσαι δικό τους παιδί, όλοι γνώριζαν πως ο "Λάκης μας" είναι "πολύ χαριτωμένος" και συζητούσαν επεξηγώντας και δικαιολογώντας "έ τι να κάνουμε το παιδί να το σκοτώσουμε;"
Το κομμωτήριο ήταν το γυναικείο καφενείο, οι σύζυγοι εμπιστεύονταν τους Λάκηδες, πολλές φορές οι άντρες της γειτονιάς ξελαμπικάριζαν μαζί τους, αν όχι αυτοί σίγουρα οι έφηβοι γιοί τους στους οποίους που και που μπορεί να προσέφεραν και καμιά χρυσή καδένα για δωράκι.
Οι ομοφυλόφιλοι στη Χούντα αν ήταν χρήσιμοι στο σύστημα δεν αντιμετώπιζαν εχθρότητα. Χτένιζαν και έραβαν τις  γυναίκες των συνταγματαρχών, άρα τους ήταν απαραίτητοι για τη σταθερότητα, άλλωστε το life & style δεν έλειψε ποτέ από την κοινωνική ζωή της χώρας την μαύρη επταετία. 
Οι δρόμοι που άνοιξαν για να περνάνε τα τανκς και να ελέγχουν την χώρα δεν ήταν αρκετοί για τους εγκάθετους στρατιωτικούς των ΗΠΑ, οπότε και με τα λεφτά που έφαγαν δημιουργώντας χρέος από 17,4 δις δραχμές το 1963 σε 63,7 δις το 1970 ακολούθησαν την τακτική αποχαύνωσης του κοινού στα αμερικάνικα πρότυπα. 

Ας μην ξεχνάμε πως στη Χούντα δεν κινδύνευαν οι ομοφυλόφιλοι επειδή ήτανε "τοιούτοι" αλλά για όλους όσους δεν συμβιβάζονταν ήταν μια σκατοπερίοδος. Οι γυναίκες ελευθέρων ηθών, οι χίπηδες, οι αριστεροί, οι τέντυ μπόηδες και της παναγιάς τα μάτια όλοι βίωσαν τον ρατσισμό στο έπακρο. 
Φυσικά σε πολλές πόρνες τύχαινε και γύριζε η τύχη και παντρεύονταν πλούσιους ευκατάστατους που τους συγχωρούσαν τον πρότερο ανέντιμο βίο, ύστερα βούταγαν στην μικροαστίλα ξεχνώντας από που ξεκίνησαν και διαιώνιζαν τον συντηρητικό λόγο, πιθανόν από κόμπλεξ κατωτερότητας, αλλά και πάλι είναι αρκετά Ελληνικό να κρύβεσαι πίσω από το δάχτυλό σου. Η υποκρισία αποτελεί μεγάλη αρετή για τον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό γενικότερα.
Η Ντόλτσε Βίτα:
Την εικόνα συμπληρώνουν, από διαφορετική οπτική γωνία, οι αναμνήσεις της Ντέλλας Ρουφογάλη, φωτομοντέλου που το 1973 παντρεύτηκε το διοικητή της ΚΥΠ: «Αρχίζω να ράβω την καινούρια μου γκαρνταρόμπα στους μετρ της ραπτικής για τους οποίους μέχρι τώρα έκανα επιδείξεις. Η ζωή μου έχει αλλάξει τελείως, το ίδιο και η συμπεριφορά όλων απέναντί μου. Μου φέρονται με έκδηλο σεβασμό και τα κοπλιμέντα τους είναι υπερβολικά. Αλλά μου αρέσει. Εγώ εξακολουθώ να φέρομαι φιλικά προς τους παλιούς γνωστούς και τους κανούργιους, πλούσιους φιλοχουντικούς επιχειρηματίες που πληθαίνουν μέρα με τη μέρα μαζί με τα ραβασάκια για ρουσφέτια. Αισθάνομαι πως έχω υποχρέωση να εξυπηρετήσω τους πάντες. Ο Μιχάλης συνήθως δεν αρνείται. Γεύομαι τη δύναμη της εξουσίας, και με μαγεύει» (σ.85-6).
Στην ιδιαίτερη πατρίδα της, τη Βέροια, «έρχονται πολλοί να με δουν. Γνωστοί και άγνωστοι. Ο πατέρας μου μου δίνει πακέτο τα σημειωματάκια με τα ρουσφέτια που ζητούσαν οι γνωστοί του όλο αυτό τον καιρό και εγώ του υπόσχομαι ότι κάτι θα προσπαθήσω να κάνω». Μεταξύ των αιτημάτων που ικανοποίησε, γράφει, ήταν και η απονομή χάριτος (απ’ τον Παπαδόπουλο) σ’ ένα συντοπίτη της εξαγωγέα, πρώην «μεγάλο ποδοσφαιριστή της τοπικής ομάδας», που είχε καταδικαστεί «με αποδείξεις» για κατασκοπεία υπέρ της Βουλγαρίας (σ.89).
Τους αρραβώνες του ζεύγους τίμησαν «επιλεγμένοι εξωκυβερνητικοί παράγοντες», όπως οι επιχειρηματίες Λάτσης και Κιοσέογλου. «Την επόμενη βδομάδα καινούρια δώρα, καινούριες ανθοδέσμες, φρέσκα ψάρια απ’ όλα τα νησιά της Ελλάδας, κούτες με το καλύτερο χαβιάρι της Περσίας και παγωμένα καβούρια της Αλάσκας καταφθάνουν στο σπίτι. Δεν ξέρω τι να τα κάνω» (σ.88).
Στο γάμο τους, πάλι, παραβρέθηκαν «ο Παύλος Βαρδινογιάννης, ο εφοπλιστής Θεοδωρακόπουλος με το γιο του τον Τάκη, ο Κώστας Δρακόπουλος των διυλιστηρίων, ο Νίκος Ταβουλάρης των ναυπηγείων, το ζεύγος Μποδοσάκη, ο Αγγελος Κανελλόπουλος των τσιμέντων ‘Τιτάν’ με τη γυναίκα του, ο Τομ Πάππας, ο Γ. Λύρας, ο Γιώργος Ταβλάριος, εφοπλιστής από τη Νέα Υόρκη με τη γυναίκα του και ο Γιάννης Λάτσης με τη μεγάλη του κόρη, αφού η γυναίκα του την ίδια μέρα πάντρευε την ανηψιά της σε άλλη εκκλησία» (σ.95).
Εύγλωττη για τις στενές σχέσεις χουντικής ηγεσίας και μεγαλοκαπιταλιστών είναι η περιγραφή ενός ιδιωτικού ταξιδιού της Ντέλλας με τη Δέσποινα Παπαδοπούλου στο Παρίσι: «Μένουμε σε μεγάλες σουΐτες στο Intercontinental. Ερχονται να μας επισκεφθούν με το τραίνο από τη Γενεύη ο Γιάννης Λάτσης και η σύζυγός του Εριέτα. Είναι πολύ φίλοι της Δέσποινας. [...] Πηγαίνουμε σε όλα τα καλά μαγαζιά της Φομπούρ Σεντ Ονορέ. Η Δέσποινα έχει αφεθεί στο γούστο μου. [...] Λόγω της παρατεταμένης κακοκαιρίας, πηγαίνουμε οδικώς στις Βρυξέλλες με λιμουζίνα που μας έστειλε ο Ωνάσης» (σ.87).
Οι επαφές αυτές δεν ήταν αυστηρά κοινωνικές. Λίγο μετά το Πολυτεχνείο, π.χ., το ζεύγος Ρουφογάλη τρώει στο σπίτι του με το Λάτση. Αρχηγός της ΚΥΠ κι εφοπλιστής «συζητούν για τα διϋλιστήρια και τα προβλήματα που έχει». Μετά το τέλος της κουβέντας, ο δεύτερος προθυμοποιείται να συνοδεύσει τη γυναίκα του πρώτου στο Λονδίνο, για κάποιες ιατρικές εξετάσεις (σ.100).
Μια στιχομυθία του Ρουφογάλη φωτίζει, τέλος, καλύτερα την τυχοδιωκτική διαχείριση του δημόσιου πλούτου από τα ηγετικά στελέχη της χούντας:
«Ενα βράδυ ο Χρήστος Μίχαλος, τότε υπουργός, μισοαστειευόμενος, του λέει ότι τώρα που παντρεύτηκε θα πρέπει να κάνουν καμιά δουλειά να εξασφαλίσουν το μέλλον τους, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται. Ο Μιχάλης, ατάραχος, του λέει να μην ανησυχεί. ‘Οσο είμαστε στα πράγματα δεν μας χρειάζονται λεφτά και, αν πέσουμε, τα λεφτά δεν θα μας σώσουν’. Ξεσπάει σε γέλια. Εγώ παγώνω, μαζί μου κι ο Μίχαλος» (σ.98).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου, νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος...